ξεκουβαριάζω
From LSJ
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
Greek Monolingual
ξετυλίγω κουβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κουβαριάζω (< κουβάρι)].
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ξετυλίγω κουβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κουβαριάζω (< κουβάρι)].