ξεμυγιαστήρι

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

το
όργανο με το οποίο διώχνονται οι μύγες, η μυιοσόβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμυγιάζω + κατάλ. -τήρι (πρβλ. σκαλιστήρι)].