ξεμυτίζω

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

και ξεμυτώ, -άω
1. προβάλλω έξω
2. εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + μύτη.