ξενοδοκώ
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
ξενοδοκῶ, -έω, ιων. τ. ξεινοδοκέω (Α) ξενοδόκος
υποδέχομαι και περιποιούμαι ξένους, φιλοξενώ
2. μαρτυρώ, παρέχω μαρτυρία.