ξεινοδοκέω
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ξεινο-δόκος, ξεινο-κτονέω, Ion. for ξεν-.
Greek (Liddell-Scott)
ξεινοδοκέω: ξεινοδόκος, ξεινοκτονέω, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
Greek Monotonic
ξεινοδοκέω: ξεινοδόκος, ξεινοκτονέω, Ιων. αντί ξεν-.
German (Pape)
ion. und ep. = ξενοδοχέω.