ξενοδοχικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 277] ή, όν, die Fremden aufzunehmen bereit, Schol. Pind. Ol. 3, 68.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδοχικός: -ή, -όν, κατάλληλος ἢ ἕτοιμος πρὸς ὑποδοχὴν ξένων, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3, 68.
Greek Monolingual
ξενοδοχικός, -ή, -όν (Α) ξενοδόχος
κατάλληλος ή έτοιμος για υποδοχή ξένων.