ξενοκοιμάμαι

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

και ξενοκοιμούμαι
1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι
2. διανυκτερεύω στο σπίτι ερωμένου ή ερωμένης.