οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
ξενοκομεῖον, τὸ (Μ)κτήριο για περίθαλψη ξένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κομεῖον (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηροκομείον].