ξενομερίτης

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξενομερίτισσα
αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μέρος (πρβλ. κατωμερίτης)].