πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ο, θηλ. ξενομερίτισσααυτός που κατάγεται από ξένο τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μέρος (πρβλ. κατωμερίτης)].