ξενόπτερος

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek (Liddell-Scott)

ξενόπτερος: -ον, ὁ ξένα ἔχων πτερά, κολοιὸς ξενόπτερος Κ. Μανασσ. Χρον. 5550.

Greek Monolingual

ξενόπτερος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παράξενα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό-πτερος].