ξενόφερτος

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ήλθε από τα ξένα («ξενόφερτη συνήθεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φερτός (< φέρνω)].