φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
-η, -οαυτός που ήλθε από τα ξένα («ξενόφερτη συνήθεια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φερτός (< φέρνω)].