ξενώνυμος

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενώνυμος: -ον, ὁ ἔχων ξένον ὄνομα, μεταγεν.

Greek Monolingual

ξενώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξενικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].