ξεπάγιασμα

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

το ξεπανιάζω
1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο
2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο
3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα
τα χείμετλα, οι χιονίστρες.