τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
1. λύνω κάτι πλεγμένο, ξηλώνω («ξέπλεξα το πουλόβερ»)2. αφήνω λυτά τα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλέκω (αόρ. ἐξ-έπλεξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].