ξεροχόρταρο

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source

Greek Monolingual

και ξερόχορτο, το
1. αποξηραμένο χόρτο
2. φυτό που τα κλαδιά και τα φύλλα του περιέχουν ελάχιστη ποσότητα χυμών
3. βοτ. κοινή ονομασία φυτού.