ξεροχόρταρο

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

και ξερόχορτο, το
1. αποξηραμένο χόρτο
2. φυτό που τα κλαδιά και τα φύλλα του περιέχουν ελάχιστη ποσότητα χυμών
3. βοτ. κοινή ονομασία φυτού.