ξεροχόρταρο

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

και ξερόχορτο, το
1. αποξηραμένο χόρτο
2. φυτό που τα κλαδιά και τα φύλλα του περιέχουν ελάχιστη ποσότητα χυμών
3. βοτ. κοινή ονομασία φυτού.