ξεσκίζω
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
και ξεσχίζω
1. σχίζω εντελώς, κουρελιάζω
2. γρατσουνίζω («η γάτα της ξέσκισε το χέρι»)
3. μτφ. νικώ κάποιον με μεγάλη διαφορά
4. (το μέσ.) ξεσκίζομαι
α) σχίζω το ένδυμα που φορώ («έπεσα κάτω και ξεσκίστηκα»)
β) κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό («ξεσκίστηκα στο διάβασμα»)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσκισμένος, -η, -ο
α) αυτός που σχίστηκε, που έγινε κουρέλια
β) (ιδίως το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η ξεσκισμένη
(υβριστικά) πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-σχίζω (αόρ. ἐξ-έσχισα) βλ. λ. ξ(ε)-].