ξετρελαίνω
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον να τρελαθεί, να χάσει τελείως τα λογικά του
2. ενθουσιάζω, καταγοητεύω
3. εμπνέω παράφορο έρωτα, ξεμυαλίζω («τον ξετρέλανε η ομορφιά της»).