ξετρελαίνω

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

1. κάνω κάποιον να τρελαθεί, να χάσει τελείως τα λογικά του
2. ενθουσιάζω, καταγοητεύω
3. εμπνέω παράφορο έρωτα, ξεμυαλίζω («τον ξετρέλανε η ομορφιά της»).