ξεφλουδίζω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
και ξεφλουδώ, -άω
1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω
2. μέσ. ξεφλουδίζομαι
α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα
β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + φλούδα].