ξεφράζω
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
Greek Monolingual
1. αφαιρώ το φράχτη ή το εμπόδιο
2. ξεβουλλώνω κάτι που έχει φράξει, εκφράσσω («ξέφραξα την αποχέτευση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φράσσω (αόρ. ἐξ-έφραξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].