ξεφράζω

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source

Greek Monolingual

1. αφαιρώ το φράχτη ή το εμπόδιο
2. ξεβουλλώνω κάτι που έχει φράξει, εκφράσσω («ξέφραξα την αποχέτευση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φράσσω (αόρ. ἐξ-έφραξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].