Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
ξηροσιτῶ, -έω (Μ)ξηροφαγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -σιτῶ (< -σίτος < σῖτος), πρβλ. μονοσιτώ].