ξηροσιτώ

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

ξηροσιτῶ, -έω (Μ)
ξηροφαγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -σιτῶ (< -σίτος < σῖτος), πρβλ. μονοσιτώ].