ξηρόφυτος

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει σε ξηρούς τόπους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηρόφυτα
βοτ. είδη φυτών που ευδοκιμούν σε ξηρό περιβάλλον είτε σε περιοχές όπου υπάρχει περιορισμένη παροχή νερού, λ.χ. ερήμους ή αμμώδεις θίνες, είτε σε περιοχές όπου υπάρχει νερό αλλά δεν είναι απολήψιμο από τα φυτά, λ.χ. σε αλμυρά έλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xerophyte < ξηρός + φυτό].