ξινάρι

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

το
είδος μικρής σκαπάνης που χρησιμοποιείται κυρίως στην κηπουρική, μικρή αξίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀξιν-άριον, υποκορ. του ἀξίνη / ἀξίνα, με σίγηση του αρκτ. άτονου α-].