ξιφομαχώ

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

-έω ξιφομάχος
1. μάχομαι με ξίφος
2. ασκούμαι στην ξιφομαχία.