ξυλάδικο

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

το
1. κατάστημα στο οποίο πωλείται ξυλεία, ξυλεμπορικό
2. κατάστημα όπου πωλούνται καυσόξυλα ή κάρβουνα.