Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(Α το μέσ. ξυλίζομαι) ξύλοννεοελλ.1. δέρνω κάποιον με ξύλο, του δίνω ξυλιές2. (γενικά) δέρνω, χτυπώαρχ.συλλέγω ξύλα, ξυλεύομαι.