Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυλίζω

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

(Α το μέσ. ξυλίζομαι) ξύλον
νεοελλ.
1. δέρνω κάποιον με ξύλο, του δίνω ξυλιές
2. (γενικά) δέρνω, χτυπώ
αρχ.
συλλέγω ξύλα, ξυλεύομαι.