ξυλίζω

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

(Α το μέσ. ξυλίζομαι) ξύλον
νεοελλ.
1. δέρνω κάποιον με ξύλο, του δίνω ξυλιές
2. (γενικά) δέρνω, χτυπώ
αρχ.
συλλέγω ξύλα, ξυλεύομαι.