Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυλίζω

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

(Α το μέσ. ξυλίζομαι) ξύλον
νεοελλ.
1. δέρνω κάποιον με ξύλο, του δίνω ξυλιές
2. (γενικά) δέρνω, χτυπώ
αρχ.
συλλέγω ξύλα, ξυλεύομαι.