ξυλοκεραία

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ξυλοκεραία, ἡ (Μ)
ξύλινη κεραία, ξύλινο κατάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κεραία.