ξυλοπυρίτιδα

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η
εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται αντί της δυναμίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πυρίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλοπυρῖτις, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].