οίκα

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

οἶκα (Α)
ιων. τ. ἔοικα, μού φαίνεται, νομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έοικα].