οδοντοκονία

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

η
οστέινη ουσία η οποια περιβάλλει τη ρίζα του δοντιού από όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κονία «συνδετική ύλη, σκόνη»].