οδοντοσκόπιο

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

το
μικρό στρογγυλό κάτοπτρο που χρησιμεύει στην εξέταση τών οργάνων της στοματικής κοιλότητας και, κυρίως, την ανίχνευση τών χαλασμένων δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -σκόπιο (< -σκόπος), πρβλ. στοματοσκόπιο].