οδοντοσμηκτικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που είναι κατάλληλος για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + σμηκτικός «αυτός που καθαρίζει». Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].