αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
ὀδυνοποιός, -όν (Α)οδυνηφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός].