οδυνοποιός

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

ὀδυνοποιός, -όν (Α)
οδυνηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός].