οδυνοποιός

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

ὀδυνοποιός, -όν (Α)
οδυνηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός].