οδόστρωμα

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

το
στρώμα της επιφάνειας οδού το οποίο είναι κατασκευασμένο από υλικά ανθεκτικά στις διάφορες καιρικές συνθήκες καθώς και στις καταπονήσεις από το βάρος τών πεζών και τών οχημάτων που κυκλοφορούν πάνω σε αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + στρῶμα, μέσω αμάρτυρου οδοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Παντζείρη].