οινοπαραγωγός
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
-ό
1. (για τόπο) αυτός που παράγει οίνο («η Γαλλία είναι οινοπαραγωγός χώρα»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η οινοπαραγωγός
ιδιοκτήτης αμπελιών και εγκαταστάσεων παραγωγής οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].