οκτάκογχος

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source

Greek Monolingual

ὀκτάκογχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει οκτώ κόγχες («ὀκτάκογχος ὑδάτων δοχεῖον», Λέων Μαγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κόγχη / κόγχος «μικρό μέτρο για υγρά»].