οκτασσαριαίος

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

ὀκτασσαριαῖος, -αία, ον (Α)
(για τόκο) ίσος με οκτώ ασσάρια μηνιαίως για κεφάλαιο 100 δηναρίων, δηλ. 6% ετησίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἀσσάριον «ρωμαϊκό νόμισμα»].