ολβιοεργός
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
Greek Monolingual
ὀλβιοεργός, -όν (Α)
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -εργός (< ἔργον), πρβλ. καλοεργός].