ὀλβιοεργός
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
ὀλβιοεργόν, making happy, epithet of Dionysus, AP9.525.16.
German (Pape)
[Seite 318] glücklich machend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 16).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend heureux.
Étymologie: ὄλβιος, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ὀλβιοεργός: делающий счастливым (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβιοεργός: -όν, ὁ καθιστῶν τινα ὄλβιον, ὀλβιοεργὸς Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525.
Greek Monolingual
ὀλβιοεργός, -όν (Α)
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -εργός (< ἔργον), πρβλ. καλοεργός].
Greek Monotonic
ὀλβιοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που κάνει κάποιον ευτυχισμένο, σε Ανθ.