ολβιοεργός
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
Greek Monolingual
ὀλβιοεργός, -όν (Α)
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -εργός (< ἔργον), πρβλ. καλοεργός].