ολιγόκαρδος

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει ψυχική δύναμη, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -καρδος (< καρδιά). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].