ολοχρονίς

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source

Greek Monolingual

επίρρ. καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. όλο (τον) χρόνο + επιρρμ. κατάλ. -ίς κατά το νωρίς].