ολόχαλκος
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
-η, -ο (Α ὁλόχαλκος, -ον)
ολοχάλκίνος, που απολείται εξ ολοκλήρου από χαλκό («ὁλόχαλκος ἀνδριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + χαλκός (πρβλ. εύχαλκος)].