ομιχλοειδής

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

ὀμιχλοειδής και ὁμιχλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].