τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
ὁμοιοπλατής, -ές (Α)αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισοπλατής].