ομοπάτηρ

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek Monolingual

ὁμοπάτηρ, -ερος (Α)
ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πατήρ.