ομοπάτριος Search Google

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὁμοπάτριος, -ία, -ιον, θηλ. και -ος)
αυτός ή αυτή που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πάτριος (< πατήρ, πατρός)].