Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
-α, -ο (Α ὁμοπάτριος, -ία, -ιον, θηλ. και -ος)αυτός ή αυτή που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πάτριος (< πατήρ, πατρός)].