ομοπάτριος Search Google

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὁμοπάτριος, -ία, -ιον, θηλ. και -ος)
αυτός ή αυτή που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πάτριος (< πατήρ, πατρός)].